- φιλυδρίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων ποωδών φυτών, με αντιπροσωπευτικό το γένος φίλυδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. philydraceae < φίλυδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek